Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2024

"Αντέρως που για μια στιγμή έγινε Έρως" Ανδρονίκη Ατζέμογλου

 

 

 


                            Camilo Procaccini "Eros-Anteros"

 https://www.pillowfights.gr/4i-diastasi/anterws-poy-gia-mia-stigmh-egine-erws/?fbclid=IwAR1DOIfqATCH7PnaoLN-M88r5pxbpMsTr-EjFnPCxWnm4MuPayf9guLrPMc

Μέσα από το δίχτυ των πυκνών σύννεφων, πολύ μακριά στο λιβάδι της ανεμελιάς, έπαιζαν σχεδόν όπως κάθε μέρα. Ήταν ένα συναρπαστικό παιχνίδι μεταξύ τους. Τους ανέβαζε ή κατέβαζε από τα σύννεφα, τους άφηνε να τραμπαλίζονται στα μεγαλύτερα, που ήταν ανεβασμένοι. Αντίθετοι, μα και τόσο ίδιοι.

  Ο ένας σταμάτησε να λικνίζεται πάνω στο σύννεφο που έγερνε από το βάρος τους, έτοιμο να ρίξει τις πρώτες ζωογόνες σταγόνες βροχής του στη γη. Το ξανθό κεφάλι φύσηξε ένα ατίθασο τσουλούφι από το μέτωπο, κρεμάστηκε από την πλάτη του βαμβακερού παπλώματος που έδειχνε σκασμένο από το βάρος τους και κοίταξε κάτω στο βάθος, με το βλέμμα στραμμένο στη γη. Τα φτερά του ανοιγμένα, έτοιμα για το πέταγμα.

 Ο άλλος δε σταμάτησε λεπτό να λικνίζεται με ζωηράδα. Το μουτράκι του με τα σπινθηροβόλα πράσινα μάτια εξέπεμπε σινιάλα για την επόμενη διαολιά.

«Έλα να σου δείξω!»

 Τώρα κι αυτός έμεινε ακίνητος στο σύννεφο και κρεμάστηκε με το κεφάλι προς τα κάτω όπως κι ο άλλος.

«Όποιος σταματήσει και πει ό,τι θα πετάξουμε από εδώ πάνω, θα είναι ο επόμενος που θα παρακολουθήσουμε. Εντάξει;»

  Σύμφωνοι. Κόλα το!»

Ο ξανθός άρχισε να κάθεται τώρα πάνω στο πουπουλένιο στρώμα παίζοντας μουσική με τη λύρα του, που ήχησε στις ουράνιες σφαίρες. O μελαχρινός στάθηκε κι αυτός ετοιμοπόλεμος. Έβγαλε από τον μανδύα έναν κονδυλοφόρο με φτερό κι άρχισε να γράφει. Έπειτα άφησε το χαρτί να αιωρείται σαν χαρταετός πετώντας το από το αχανές ύψος.

Ο δρόμος της πόλης ήταν πολυσύχναστος. Τ’ αυτοκίνητα κολλημένα όπως κάθε πρωί τσουλούσαν σημειωτόν στον δρόμο. Οι ιδιοκτήτες τους, μετακινούνταν προς τις δουλειές τους. Άλλοι από αυτούς ξεφυσούσαν για την καθυστέρηση. Μερικοί, πάλι, κοιτούσαν το ρολόι του ταμπλό και αγχώνονταν μη φτάσουν αργοπορημένοι στις εργασίες τους και ποιος άκουγε τον προϊστάμενο. Ο άντρας προσπάθησε να επιταχύνει το βήμα του. Άναψε πράσινο. Ήταν κοντά στο γραφείο. Κρατούσε χαρτοφύλακα που ασφυκτιούσε, τίγκα στα έγγραφα. Με το που πάτησε το πόδι του στο απέναντι πεζοδρόμιο, το κινητό του χτύπησε επιτακτικά. Ελαφρώς εκνευρισμένος το σήκωσε και είπε:

«Έλα έρχομαι, έρχομαι!»

Από την άλλη άκρη του τηλεφώνου ακούστηκε:

«Πού είσαι; Μια στοίβα έγγραφα ήδη σε περιμένει!»

«Καλά, καλά δεν είμαι μακριά. Έρχομαι!»

Καθώς συνέχισε την εσπευσμένη διαδρομή του, κάτι έπεσε μπροστά στο παπούτσι του. Σήκωσε ένα υφασμάτινο πανί. Μια πολύχρωμη κορδέλα απαλή σαν πούπουλο που έγραφε «memento mori». Τι στο καλό, από πού ξεφύτρωσε; Έριξε μια ματιά γύρω του αλλά κανείς. Βρισκόταν κοντά στο πάρκο Αντριάνο. Είχε φτάσει στο ύψος των αγαλμάτων. Η γέφυρα επιβλητική κι αριστερά και δεξιά οι άγγελοι έστεκαν αγέρωχοι με τα φτερά τους να ορθώνονται προστατευτικά πάνω από το κυκλικό κτίριο.

«Τι λες να κάνει;»

Ο μελαχρινός περίμενε να δει τις αντιδράσεις του άντρα. Είχε ήδη σκαρφαλώσει και εισχωρήσει μέσα στην προτομή την αγγελική, με τα φτερά του ελαφρώς κυρτωμένα προς τα κάτω. Ο άλλος βρισκόταν αόρατος, μέσα στη διπλανή αγγελική προτομή.

«Περίμενε και θα δούμε» είπε.

Ο άντρας σκούπισε ελαφρώς το μέτωπό του από τη ζέστη με τον αντεστραμμένο αγκώνα του. Ξέσφιξε τη γραβάτα που άρχισε να τον πνίγει. Έβγαλε το σακάκι του κι έμεινε με το άσπρο πουκάμισο. Σήκωσε τα μανίκια αι είπε στον εαυτό του, σαν να μιλούσε σε συνομιλητή: «Και αύριο μέρα είναι. Η δουλειά ας περιμένει.» Το τηλέφωνο ήχησε και πάλι στην τσέπη του σακακιού του. Το σήκωσε, αλλά το άφησε μετά πάλι ανοιχτό στην τσέπη. Από την άλλη άκρη της γραμμής άκουσε τον άλλον να φωνάζει εναγωνίως τ’ όνομά του.

«Εnzo Enzo!»

Ο άντρας κοίταξε τα νερά του Τίβερη, όπως κυλούσε γαλήνιος απολαμβάνοντας το θέαμα και τις ακτίνες του ηλίου που τον ζέσταιναν αναζωογονητικά. Θα άφηνε τον συνεταίρο να περιμένει, για να απολαύσει αυτή τη στιγμή.

«Βλέπεις! 0 έρωτας για τη ζωή πάντα υπερισχύει», είπε ο ξανθός.

Τώρα, ο μελαχρινός Αντέρωτας που εμπόδιζε πάντοτε το χάος των κατακλυσμών κι επέφερε τη φυσική ισορροπία, χάρισε στα νερά του Τίβερη έναν ελαφρύ κυματισμό. Τα δυο ουράνια αδέρφια, Έρως κι Αντέρως, κοιτάχτηκαν τώρα σε απόλυτη αρμονία και ισορροπία, έτσι ακριβώς όπως κυλούσαν τα γαλήνια νερά του Τίβερη.

Λες και για λίγο έγινε κι εκείνος ο Έρως, αυτός που πάντα θ’ αναζητά τον εαυτό του τη στιγμή που κομματιάζεται. Που θα θέλει τον εαυτό του ελεύθερο, με το ανάστημά του να ορθώνεται. Θα γίνεται ουράνιος, θεϊκός, αληθινός και η ζωογόνος, φλόγα της δημιουργίας που υψώνεται στις ουρανούς. Αυτή θα είναι η αιώνια πάλη στην καρδιά του ανθρώπου, η άσβεστη φλόγα της δημιουργίας που κρατά μια στιγμή ζωντανή στο φως του φλας της φωτογραφικής μηχανής.

«Εnzo Εnzo!», ακούστηκε πάλι η φωνή, τώρα όμως όχι από την τσέπη του σακακιού του, αλλά ακριβώς δίπλα του.

«Ήμαρτον, εσύ χασομεράς κι εγώ βγάζω όλη τη δουλειά στο δικηγορικό γραφείο!»

Ο ήλιος ήδη έδυε στο Κάστρο των Αγγέλων και το πορφυρό χρώμα του έδινε πνοή στα αγάλματα.

Ο Enzo περιορίστηκε στο να χαμογελάσει γαλήνια, για εκείνη τη στιγμή που ο χρόνος σταμάτησε. Που νίκησε ο έρως. Σαν να σταμάτησε στο σήμερα.

 

Συντάκτης: Νίκη Ατζέμογλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου

 

 

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024

2 0 2 4 = 8 ΦΟΥ -ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΑΤΖΕΜΟΓΛΟΥ

 

 


 

 

 

Η Σαγκάη ασφυκτιά περικυκλωμένη από τους  πολυμορφικούς ουρανοξύστες της που της  έχουν πάρει τον αέρα. Μια μικροαγραφία μιας ακόμη  μεγαλούπολης με τους γιγάντιους  πυργίσκους . Από τις πλουσιότερες πόλεις με πολλά προνόμια για τους κατοίκους της. Το λιμάνι  ανθίζει την οικονομία και κάνει τα πορτοφόλια  να γεμίζουν  τις τσέπες των καταστηματαρχών .Πλούσια πραμάτεια φορτώνεται και ξεφορτώνεται στο λιμάνι καθημερινά.

Στην γειτονιά Νanshi, την παλαιά πόλη, την στοά με τα πολλά καταστήματα  , κίτρινα φαναράκια  κρέμονται από τον θόλο με τις κόκκινες τους φούντες και   κουνιόνται στο ελαφρύ φύσημα του ανέμου, μαζεύεται  κόσμος. Γύρω –γύρω  μικρά σπιτάκια με μαύρα στριφογυριστά καπέλα και χαραγμένα γράμματα -σύμβολα. Λίγο παρακάτω από το στόμα  ενός αγαλμάτινου δράκου αναβλύζει νερό αντί φωτιά. Διαφέρει  από τους κορεάτικους και ιαπωνικούς στα νύχια. Αυτός έχει πέντε. Η σύνδεση των δράκων με το υγρό στοιχείο είναι μεγάλη. Κινέζικος μύθος εξιστορεί, πως ο δράκος που ελέγχει τον κίτρινο ποταμό είναι και ο μεγαλύτερος. Αυτός παρέδωσε το κινέζικο αλφάβητο στον θρυλικό αυτοκράτορα Φου Σι .

Από το σημείο αυτό που βρίσκεται θα τον ραίνουν σήμερα τα πρωτοχρονιάτικα βεγγαλικά  Είναι ο  bā xià: Λάτρης του υγρού στοιχείου και δεινός κολυμβητής. Σύμβολο δύναμης. Στα πόδια του μια φράση χαραγμένη «Μην ανάβεις φωτιά που δεν μπορείς να σβήσεις».

Η Φου κοιτά προς το μέρος του από το παράθυρο της βιτρίνας και μετά  βυθίζεται  πάλι στις σκέψεις, χαϊδεύοντας  ένα  κομμάτι   κόκκινο λινό ύφασμα . Ρέει μέσα από τα ακροδάχτυλά της. Λατρεύει το χρώμα αυτό. Ίσως γιατί παίζει με την αντίθεση των μαύρων  μακριών της μαλλιών που σκεπάζουν την λεπτή της μέση. Είναι έτοιμη να το αποκτήσει. Στρέφεται  στον  έμπορο που σκληρά παζαρεύει την πραμάτεια του. Τελικά το κερδίζει, 2 γουάν λιγότερο. Το πείσμα της πάντα αποδίδει σε τέτοιου είδους συναλλαγές.

Το βράδυ η παραμονή της Πρωτοχρονιάς περιμένει  και αυτή τα  βεγγαλικά της. Έτσι για να εκτονωθεί βρε αδερφέ για όλα τα δεινά που πέρασε την προηγούμενη χρονιά. Το σκηνικό των πυροτεχνημάτων θα στηθεί στο σημείο αυτό. Εδώ κοντά βρίσκεται  και το  μικρό  διαμέρισμα της Φου.

 Γυρίζει πάλι στον τόπο του εγκλήματος .Εκεί κάθε φορά που στέκεται   τα τελευταία χρόνια παραμονή της Πρωτοχρονιάς παρακολουθώντας τις χαρτογραφημένες εξελίξεις στο πρόσωπό της. Την παραμονή εκτός από την ανασκόπηση της χρονιάς για το πόσο  κερδοφόρα ήταν για την ίδια, η ζυγαριά πάντα γέρνει υπέρ ή κατά του χρόνου που  φεύγει . Ρίχνει τώρα το κόκκινο ύφασμα που απόκτησε πάνω της.

Κάθεται σε θέση ανακριτή όπως και τόσες άλλες φορές και τον ρωτά. «Λοιπόν;»

Η φωνή του ακούγεται κρυστάλλινη.

«Τι θέλεις να σου πω Φου;»

Στο γυαλί είναι σαν να διακρίνει μια ελαφριά σκιά.

Τώρα το περίγραμμα, της γίνεται πιο ξεκάθαρο.

Έχει άσπρη γενειάδα. Η ματιά του σπινθηροβόλα. Κουβαλά επάνω του κούραση χρόνων. Το δωμάτιο της λούζεται από το σκοτεινό φως της ύπαρξής του και έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με το κόκκινο χρώμα που έχει ρίξει  η Φου ατημέλητα στον έναν της ώμο.

Καθώς το βλέμμα του  πέφτει πάνω στο κόκκινο, κάνει απότομα μερικά βήματα πίσω.Το μισάνοιχτο παράθυρο κλείνει απότομα από τον αέρα που δεν έχει ακόμη κοπάσει από το απόγευμα. Η σκιά καλύπτει  με το ένα χέρι το πρόσωπο. Το ξύλινο κρεμαστό στην πόρτα με τα κουδουνάκια  ηχεί δυνατά. Η σκιά οπισθοδρομεί  ακόμη περισσότερο σχεδόν παραπατώντας.

Το τραπέζι της Φου  ήδη στολισμένο  για το Shou Sui « πρωτοχρονιάτικο γεύμα». Το κηροπήγιο με τα κεριά καλεί και η φλόγα του τρεμοπαίζει. Το σκεπασμένο φαγητό στην πιατέλα αχνιστό.

Η Φου του κάνει ένα νεύμα με το χέρι να κοπιάσει.

«Θέλεις να σου πω Νιan (=έτος)  έτσι; Απλά σου ζητώ να καθίσεις αυτή την χρονιά μαζί μου στο  ταπεινό μου τραπέζι και να γευματίσουμε τις στιγμές, τις ώρες ,τα λεπτά, τα χρόνια».

Είναι η πρώτη φορά  που κουρασμένος κάθεται μαζί της κουνώντας το κεφάλι ως ένδειξη του νεύματος κατάφασης. Είναι η πρώτη φορά που ενώ οι άνθρωποι  πάλι μένουν ξύπνιοι να εκδιώξουν  το μυθικό τέρας, δηλαδή του λόγου του, με την εκτόξευση πυροτεχνημάτων  και το άναμμα φωτιών έξω από τα σπίτια τους , έχοντας διαπασών την μουσική και παράγοντας εκκωφαντικού ήχους ,αυτός χαλαρώνει. Ακουμπά ατάραχος στην αναπαυτική του καρέκλα.

Στο πιάτο του αφημένο ένα μπισκοτάκι τύχης. Το ανοίγει με νωχελικές σχεδόν κινήσεις.

Ξετυλίγει το χαρτί και διαβάζει δυνατά μόνο μια λέξη «Φου».

«Σημαίνει Τύχη» λέει εκείνη. Φου, όπως και τ΄ όνομά της. Τύχη εν έτη 2024.

Την κοιτά παραξενεμένος.

 «Φου» επαναλαμβάνει  εκείνος και τα πυροτεχνήματα σχηματίζουν στον ουρανό  σε ποικίλα χρώματα  τους   αριθμούς  2    0      2      4   πεντακάθαρα, στον σκοτεινό ουρανό.

 Στο  σύνολο  του, 8  .     Το άπειρο. Ένα Σύμπαν πυροτέχνημα. Τα κεριά σβήνουν  στο φύσημα του ανέμου και το επιβεβαιώνουν. Επιβεβαιώνουν, πως το σκοτάδι σβήνει και λούζεται από το άπλετο φως.

«Φου».

 

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2023

"Η μαρκίζα χωράει το όνομα μόνο μιας ντίβας" Ανδρονίκη Ατζέμογλου

 

 

 

 

 


https://www.pillowfights.gr/4i-diastasi/h-markiza-xwraei-to-onoma-mias-mono-divas/ 

 

Καθισμένη μπροστά από τον οβάλ της καθρέφτη μακιγιαριζόταν. Τα τσίνορα της με το βλέμμα πολυδιάστατο, αλλά τόσο ψεύτικo. Είχε καταφέρει να εφαρμόσει  με λεπτές  χειρουργικές κινήσεις τις  τρέσες ,τίγκα στην κόλα. Τώρα ήρθε η σειρά των χιλιοτσουρουφλισμένων της μαλλιών από τα προϊόντα  styling που χρησιμοποιούσε καθημερινά να γίνουν πάλι ανθρώπινες. Οι τρέσες ήδη περίμεναν περίτεχνα απλωμένες στην  κεφαλή της καρέκλας, ακριβώς δίπλα της. Τα μακριά extension τις υπόσχονταν μια θριαμβευτική  σημερινή εμφάνιση. Φόρεσε τις άσπρες γυαλιστερές της μπότες μέχρι το γόνατο που έκαναν τα πόδια της πιο μακριά και από της καμηλοπάρδαλης.

«Φτου σου κοριτσάρα μου», είπε. Τσίμπησε το μάγουλό της σαν ήθελε ν’ αναζωογονήσει τον τόνο του. Να νεκραναστήσει την ωχρότητά του. Γεννημένη θεατρίνα. Όχι ακούς εκεί, που θα της έπαιρνε τον ρόλο η νέα που είχε εισβάλει στον χώρο τους  για  εκτοπίσει τ΄ όνομά της από την μαρκίζα.

Ξέρεις εσύ δυο κοκόρια να μοιράζονται την ίδια σκηνή; Γνωστές οι  ομηρικές κοκορομαχίες ποιος κόκορας θα κερδίσει το επίμαχο κοτέτσι.  Εδώ παιζόταν το γόητρο της μαρκίζας. Η Ελενάρα με τα όλα της  λικνίστηκε μπροστά από τον καθρέφτη για να επιβεβαιώσει την υπεροχή της. Και αυτός της χαμογέλασε θριαμβευτικά καθρεφτίζοντάς της πως είχε την  πρωτιά της πιο πλαστικής εμφάνισης  στα πέρατα. Ήταν βέρα.

« Χρυσό μου ετοιμάσου» ,  ήρθε η σειρά μας, φώναξε η δεύτερη φωνή και συνοδεία της στην πίστα.

« Έρχομαι καλή  μου», λίγο χρυσόσκονη ακόμη για την τελειωτική την λάμψη.

Της Τροίας θα γινότανε για την πρωτιά της μαρκίζας.

 Κατευθύνθηκε προς την σκηνή  σαν πυγολαμπίδα. Η  βιοφωταύγεια της,  χημικός αντιδραστήρας προς εξερεύνηση. Έδωσε το θεαματικό παρόν της μέσα σ’ έναν κόσμο απόκοσμο αρχικά στο σκοτάδι. Έτσι είχε προγραμματιστεί το αρχικό σκηνικό. Φωτοβολούσε ολόκληρη ως διάττοντας αστέρας φερόμενος στην γη.

«Tσσς tre banal» ,ψιθύρισε η μικρή νεοφερμένη καθώς η πρώτη πέρασε ξυστά από δίπλα της. Στο πέρασμα της προς την πίστα έπιασαν τ’  αυτιά της σωστά ραντάρ  το πικρόχολο  σχόλιο της άλλης. Έσυρε το πτερωτό της κουστούμι  επί σκηνής κορδωμένη σαν παγόνι. Πήρε το μικρόφωνο από το σταντ του και ξεκίνησε να τραγουδά. Το βλέμμα της σταθερά καρφωμένο στο αφεντικό και την νεανία . Τα χαχανητά της μικρής ακούστηκαν ως την πίστα.

Έτσι και αυτή όταν πρωτοεργάστηκε στο νυχτερινό κέντρο ήταν το επίκεντρο του. Έφαγε τα νιάτα της σε αυτό το πάλκο. Τα ζουμερά της χρόνια εδώ τα πέρασε και το αφεντικό την είχε μπάρμπα στην Κορώνη. Τώρα στημένη λεμονόκουπα ξίνιζε μέρα με την μέρα.

Τα πιάτα επιστρατεύτηκαν επί σκηνής και εκσφενδονίστηκαν σαν δίσκοι ερχόμενοι από ένα παράλληλο σύμπαν. Ένα μάλιστα την βρήκε ξυστά  ξυρίζοντας σχεδόν τις ψευτοτρέσες της. Είπε άλλα δυο σουξέ  με αέρα δέκα καρδιναλίων. Ισορρόπησε στα ψηλοτάκουνα της σαν να ήταν ο πύργος της Πίζας ετοιμόρροπος να πέσει.

Η μικρή της έριξε μια λοξή ματιά με την οποία άφησε να εννοηθεί πως το αφεντικό το έψηνε καλά και θα το έβγαζε σχεδόν από τον φούρνο. Ο άλλος γιούλμαπχτσι για πάρτι της μικρής. Κοίτα τον, σαν χάννος   που τύλιξε η ραδιούργα ιέρεια. Και αυτός; Aυτός κρέμεται από τα χείλη της τα σιλικονάτα.

«Τι κάνεις ρε με το φιντάνι;»

Η άλλη την κοίταξε υποτιμητικά ζυγίστηκε μαζί της στην ματιά και της πέταξε.

«Τι λες ρε γεροκαρακάξα για μάζεψε τα λόγια σου .Πες τις κάτι ρε Τζιμάκο».

Ο άλλος κοίταξε σαν να είχε καταπιεί σκουπόξυλο. Αμήχανα. Ο καπνός από την τσιγαρίλα ήθελε να τον καταπιεί. Οι δυο ντίβες νέα και παλιά αναμετρήθηκαν στα πούπουλα και την παγιέτα. Το κουστούμι του άλλου γυάλισε  από το eyglitter που επιβεβαίωνε πως  με την μικρή είχε έρθει πιο κοντά.

«Πάρε από εδώ την μπόα σου και εξαφανίσου, δεν περνά άλλο η μπογιά σου». Η  Ελενάρα όρθωσε το ανάστημα της και ύψωσε τον λαιμό της σαν στρουθοκάμηλος για να κάνει φανερό πως δεν σηκώνει τέτοιου είδους νταηλίκια. Ξενύχιασε το φιντάνι, δήθεν στραβοπατώντας τυχαία . Τύλιξε την μπόα της επιδεικτικά πιο σφικτά γύρω από τον λαιμό σαν να επρόκειτο για επίδειξη μόδας του 1920 στο Moulin Rouge .Κοίταξε την άλλη αφ΄ υψηλού και είπε:

« Βόα ,ε βόα».

Τους άφησε σύξυλους εν μέσω καπνών. Οι λεπτοδείκτες σχεδόν κινήθηκαν σε τέλειο συγχρονισμό για το κλείσιμο άλλου ενός χρόνου .Η μαρκίζα αναβόσβηνε με το όνομα της  για ώρες ακόμη μέχρι να ξημερώσει. Tα πυροτεχνήματα έπεφταν βροχή . Η σαμπάνια έρεε άφθονη και από τα ηχεία ηχούσε η φωνή της θρυλικής  Edith Piaf Les Amants De Paris.Ο παλιός είναι αλλιώς και ο νέος ωραίος, αλλά μόνο εάν είναι  ένας ερχόμενος και πολλά υποσχόμενος νέος χρόνος.

Τ΄ όνομά της αναβόσβηνε σαν την καύτρα του τελευταίου τσιγάρου που αποφάσισε να καπνίσει ένας μανιακός καπνιστής.